Ιστορίες από το χωριό

Δρόμοι και Οικονομική κρίση  

Δρόμοι και οικονομική κρίση

Σήμερα χάρις στο υπάρχον δίκτυο δρόμων και στα εκατομμύρια αυτοκίνητα οι άνθρωποι έχουν την ευχέρεια να μετακινούνται σχεδόν σε όλα τα σημεία της επικράτειας, όσο απομακρυσμένα και να είναι. Αν καμιά φορά συμβεί κάποια κατολίσθηση και παρεμποδίζεται η διέλευση των τροχοφόρων, χαλάμε τον κόσμο με τις διαμαρτυρίες μας και γίνεται μέγα θέμα στα μέσα ενημέρωσης.

Επίσης σήμερα, έστω και χρησιμοποιώντας χωματόδρομο μπορεί κανείς να μετακινηθεί με τροχοφόρο ακόμα και στο χωράφι ή στη στάνη του. Σκεφτείτε όμως, όχι πολλά χρόνια πριν, στη δεκαετία του 1950, αυτά δύσκολα θα μπορούσε να τα φανταστεί κανείς. Θυμάμαι όταν ήμουνα μικρός ένα απογευματάκι στο κέντρο περίπου του χωριού και συγκεκριμένα στην αυλή του γέρο Κατσούλη, καθόμαστε στη μάντρα και παρακολουθούσαμε στην απέναντι πλαγιά να κατεβαίνει στο δρόμο απ’ το Λάκκο κάποιος με το γάιδαρό του φορτωμένο. Μπρος ο γάιδαρος και πίσω αυτός, έφτασαν σε ένα σημείο του δρόμου, όπου από το πάνω μέρος προεξείχε ένας μεγαλούτσικος βράχος και φυσικά ο δρόμος στένευε. Με στενοχώρια του ο άνθρωπος παρατήρησε ότι, όπως ήταν φορτωμένος ο γάιδαρος, ήταν αδύνατο να περάσει, χωρίς να πέσει στη σάρα αποκάτω. Τι να κάνει τότε ο χριστιανός, ξεφόρτωσε το γάιδαρο, τον πέρασε από το στένεμα και τον ξαναφόρτωσε για να συνεχίσει την πορεία του.

Ύστερα από λίγη ώρα έφτασε κατάκοπος και σε μας, οπότε διαπιστώσαμε ότι ήταν ο πραματευτής που γυρνούσε τα χωριά για να προμηθεύσει τις νοικοκυρές με τα διάφορα ψιλικά, κλωστές, βελόνες, τσιμπιδάκια κλπ. Αφού ανάσανε λίγο ο άνθρωπος, άρχισε να διαλαλεί το εμπόρευμά του και να καταφτάνουν οι πρώτες νοικοκυρές. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και κάποιες, οι οποίες ήταν φανερό ότι ήθελαν να ψωνίσουν, αλλά δίσταζαν. Έξυπνος ο πραματευτής και προφανώς έχοντας και προηγούμενες εμπειρίες, πρόσθεσε στη....διαφήμιση του, «άμα δεν έχετε λεφτά και αυγά παίρνω». Ω του θαύματος! πώς φωτίστηκαν τα διστακτικά πρόσωπα των γυναικών και πώς αυτές εξαφανίστηκαν για να επιστρέψουν σε λίγο κρατώντας αυγά από τις κότες τους, για να ψωνίσουν ότι ψιλικά ήθελαν.

Έτσι όλοι ήταν ευχαριστημένοι, και ο πραματευτής έκανε πωλήσεις, έστω και με την αμοιβή του σε ...αυγά, και οι νοικοκυρές προμηθεύτηκαν τα ψιλικά τους. Αυτά για να παραπονιόμαστε λιγότερο με τις σημερινές καταστάσεις των δρόμων και της οικονομικής κρίσης. Όπως βλέπετε δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο.

Ε.Α. Απρίλιος 2011

  

Ουρανία η φεμινίστρια 

Ουρανία η ΦεμινίστριαΤο κίνημα του φεμινισμού στην Ελλάδα το ξεκίνησε η Καλλιρρόη Παρρέν με την έκδοση της εφημερίδας των Κυριών και την προσπάθεια να μορφώσει και να οργανώσει τις γυναίκες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Δυστυχώς δεν κατάφερε και πολλά πράγματα –ιδίως στην ύπαιθρο- ως τη δεκαετία του 1970 που το φεμινιστικό κίνημα έγινε περισσότερο μόδα (θυμηθείτε την απελευθέρωση των γυναικών με την κατάργηση και το κάψιμο των σουτιέν), και τη σημερινή που το κίνημα έχει μάλλον εκφυλισθεί με, κάποιες τουλάχιστον, φεμινίστριες να διεκδικούν όχι πια την ισοτιμία με τους άνδρες, αλλά να τους υποκαταστήσουν, με όλα τα αρνητικά που ως πριν λίγο τους καταμαρτυρούσαν. Βέβαια αληθινός φεμινισμός είναι η ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ανδρών και γυναικών. Και αν είναι να πορευτούν μαζί στη ζωή, αυτό να γίνεται συμπληρώνοντας ο ένας τον τον άλλο. Στο χωριό αρκετές δεκαετίες πίσω, αυτά ήσαν ψιλά γράμματα και μόνο από χαρακτήρα ή από ανάγκη κάποιες γυναίκες σήκωναν το ανάστημά τους.

Μια απ’ αυτές θυμάμαι ήταν η γριά Ουρανία. Χήρα, αδύνατη, ξαρακιανή, με βλάβη στο ένα μάτι, δεν το έβαζε κάτω με τίποτα. Και τι δεν έκανε αυτή η γυναίκα. Και τον εαυτό της φρόντιζε, φτιάχνοντας στο κηπάκι της τα λαχανικά της, τρέφοντας κατσίκες και γουρούνια. Και μελίσσια φρόντιζε, - όχι σε κυψέλες όπως οι επίσημες της εποχής και οι σημερινές, αλλά σε κομμένες κουφάλες δέντρων - απ’ τα οποία έπαιρνε κερί και μέλι, και έκανε τη μοδίστρα ράβοντας τα ρούχα, των πιο ηλικιωμένων τουλάχιστον, του χωριού. Αλλά η δραστηριότητά της δεν εξαντλιώταν μόνο σε ότι έκανε για τον εαυτό της. Προσέφερε και έργο στο χωριό.

ournia i feministria

Όντας η μαμμή του χωριού, βοηθούσε τις γυναίκες να γεννήσουν, όταν ερχόταν η ώρα τους. Επί πλέον ήταν και η καντηλανάφτισσα στην εκκλησία του χωριού και έφτιαχνε με τα χέρια της και με το κερί απ’ τα μελίσσια της, τα κεράκια για την εκκλησία. Κατά το τυπικό της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας μας, οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να μπαίνουν μέσα στο ιερό. Η γριά Ουρανία όμως – με την άδεια του παπά βεβαίως - έμπαινε για να βοηθήσει και να καθαρίσει, καταργώντας στην πράξη τις διακρίσεις. Κι’ από χαρακτήρα, ποτέ δεν την άκουσα να μαλώσει, να δυσανασχετίσει, να γκρινιάξει.

Αυτή ήταν φεμινίστρια, μάλιστα. Θα την θυμάμαι πάντα να λειώνει το κερί και να φτιάχνει τα κεράκια, αφήνοντάς με και μένα να γυρίζω το στεφάνι με τα κρεμασμένα φιτίλια και εκείνη να ρίχνει το λιωμένο κερί πάνω τους, μέχρι να κρυώσουν και να πάρουν την συνηθισμένη τους μορφή. Δεν ξέρω αν θα είναι, όπως λένε για τους μακαρίτες, αιωνία της η μνήμη, αλλά σίγουρα στη δική μου μνήμη θα παραμένει για πάντα. Και δείτε τη στην φωτογραφία, για να έχετε και την εικόνα της πρώτης φεμινίστριας του χωριού.

Ε.Α. Απρίλιος 2011

 

Επικοινωνία και κοινωνική δικτύωση

 Σήμερα χάρις στο διαδίκτυο εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλο το κόσμο και σε αποστάσεις που κυμαίνονται από μερικά μέτρα έως εκατομμύρια χιλιόμετρα, μπορούν να ανταλλάσσουν μηνύματα, να συνομιλούν, να βλέπονται και να μαθαίνουν τι συμβαίνει στον κόσμο ακριβώς τη στιγμή που συμβαίνει. Μας φαίνεται σχεδόν αυτονόητο. Για σκεφτείτε όμως, όχι πολλά χρόνια πριν, να, στη δεκαετία του 1950, αυτά ούτε που θα μπορούσε να τα φανταστεί κανείς. Σίγουρα η επικοινωνία έπασχε, δεν ήταν εύκολη. Όμως μη νομίζετε ότι δεν υπήρχε και καθόλου. Υπήρχαν άλλοι τρόποι τότε γι’ αυτό στο χωριό μας. Ας πούμε, για να επικοινωνήσει η γριά Ουρανία που ήταν η μοδίστρα του χωριού, κυρίως για τους πιο ηλικιωμένους, με τον πελάτη της τον Κώστα και να μάθει πόσο μήκος έπρεπε να έχουν τα μανίκια της πουκαμίσας που της είχε παραγγείλει, έβγαινε στο μπαλκονάκι της, έκανε τις παλάμες της χωνί γύρω από το στόμα της και φώναζε «Κώσταααα, ε ωρέ Κώωωωστα», στον Κώστα που ήταν στη πλαγιά απέναντι στο χωριό και έβοσκε τα πρόβατα. Και μόλις έπαιρνε την απάντηση «τι θες Ουρανία», η συνομιλία συνεχιζόταν, «ωρέ για μέτρα τα μανίκια σ’, πόσες πιθαμές είναι και πες μ’ να βάλω τα ίδια και στην καινούρια πουκαμίσα που σ’ φκιάνω». Και μόλις ερχόταν η απάντηση «Δύο και μισή», η συνεννόηση είχε ολοκληρωθεί. Τώρα θα μου πείτε πόσο ταίριαζαν οι πιθαμές του Κώστα με της γριά Ουρανίας και από που ως που τις μέτραγε ο Κώστας και από που ως που η γριά Ουρανία, οπότε πόσο ακριβής ήταν η συνεννόηση αυτή, έ αυτό το μυστήριο δεν μπόρεσα να το λύσω ποτέ. Βέβαια οι απαιτήσεις του Κώστα στην ακρίβεια εφαρμογής δεν ήταν και πολύ αυστηρές, είπαμε άλλωστε ότι η γριά Ουρανία ήταν η μοδίστρα για τους πιο ηλικιωμένους του χωριού, οπότε δεν υπήρχε πρόβλημα. Αλλά υπήρχε και η κοινωνική δικτύωση, όχι φυσικά με internet, e-mail, facebook και twitter, αλλά με το ...γανωτζή. Κάθε καλοκαίρι συνήθως ο γανωτζής έφερνε βόλτα τα χωριά της περιοχής, για να γανώσει (επικασσιτερώσει) τα μαχαιροπήρουνα και τα μαγειρικά σκεύη των χωριών και να βγάλει τα προς το ζην.

Όμως ο συγκεκριμένος γανωτζής εκείνης της εποχής δεν ήταν μόνο καλός επαγγελματίας, αλλά και άριστος στην τέχνη της επικοινωνίας. Έτσι κάθε μια νοικοκυρά μαζί με τα κουταλοπήρουνα και τα τεντζερέδια που του εμπιστευόταν για γάνωμα, του εμπιστευόταν και τα διάφορα νέα του χωριού. Αυτός με τη σειρά του τα μετέφερε στα επόμενα χωριά και πάει λέγοντας. Να λοιπόν και η κοινωνική δικτύωση της εποχής. Βέβαια δεν ήταν αμφίδρομη, μια και πιο κερδισμένες έβγαιναν οι νοικοκυρές του τελευταίου χωριού, αλλά της Μακρινής προλάβαιναν να μάθουν τουλάχιστον τα νέα από την Περιθώτισσα, τη Στύλια και τα Μαραζιά πριν ο γανωτζής προχωρήσει για την Καλλιθέα. Δεν έμαθα ποτέ αν καμιά φορά ο γανωτζής ακολουθούσε και αντίστροφη πορεία για να μην έχει καμιά παράπονο. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο ερχομός του ήταν ένα σημαντικό γεγονός που έσπαγε τη μονοτονία του χωριού. 

Ε.Α. Απρίλιος 2011

 

Ο ψάλτης

Κάθε καλοκαίρι όταν ήμουνα μικρό παιδί, στο χωριό που περνάγαμε τις διακοπές με την μακαρίτισσα τη μάννα μου, κάθε Κυριακή πηγαίναμε στην εκκλησία και εγώ πολλές φορές έκανα το παπαδάκι, συμμετέχοντας στο τελετουργικό της θείας λειτουργίας. Τόσο από την συμμετοχή μου αυτή, όσο και από τον εκκλησιασμό μου στις πόλεις που κατά καιρούς μέναμε, κάτι είχα ψιλομάθει από την θεία λειτουργία και τις ψαλμωδίες της, όπως οι περισσότεροι χριστιανοί. Πολύ όμως απείχα από το να είμαι ψάλτης. Όταν είχα μεγαλώσει λίγο – μη φαντασθείτε και πολύ, εννιά χρονών περίπου - ένα καλοκαίρι στο χωριό κάποιος είχε τάμα να κάνει μια λειτουργία στην Αγία Τριάδα. Έτσι εκείνος, ο παπάς βεβαίως, εγώ και μερικοί άλλοι χωριανοί που ήθελαν και μπορούσαν, καμιά δεκαριά όλοι, ξεκινήσαμε το πρωί για την Αγιά Τριάδα. Μόλις φτάσαμε, εμφανίστηκε και κάποιος ακόμα με το σφάγιο μιας προβατίνας, που πριν ξεκινήσει η λειτουργία, άναψε φωτιά και το έβαλε να ψήνεται.

Με το που μπαίνουμε στην εκκλησία διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει ψάλτης. Ο παπάς γυρίζει και μου λέει «Σταθάκη θα ψάλεις εσύ». Εγώ τάχασα και ψέλλισα «Μα εγώ παπά μου δεν ξέρω», για να πάρω την απάντησή του «Έλα βρε παιδί μου δεν είναι δύσκολο. Ψάλλε όσο ξέρεις, όσο δεν ξέρεις διάβαζέ τα μόνο, και όπου κωλώνεις, φώναζέ με απ’ το ιερό και θα βγαίνω να σε βοηθάω». Πράγματι πότε ψέλνοντας, πότε διαβάζοντας και πότε φωνάζοντας τον παπά, κυρίως για να μου υποδεικνύει την σειρά που έπρεπε να ακολουθώ και σε ποιό βιβλίο ψαλμών ήταν, εξελίχτηκε όλη η λειτουργία ως το τέλος της και σας βεβαιώ ήταν μία από τις κατανυκτικότερες που θυμάμαι, την παρακολούθησαν δε όλοι με απόλυτη προσοχή.

Τελειώσαμε λοιπόν, βγήκαμε έξω και μέχρι να συζητήσουμε λίγο, είχε ψηθεί και η προβατίνα. Κάποιος την τεμάχισε και την μοιραστήκαμε μεταξύ μας, τρώγοντας με τα χέρια, χωρίς πιάτα, πετσέτες και μαχαιροπήρουνα. Σας διαβεβαιώνω ήταν ένα από τα νοστιμότερα ψητά κρεατικά που έχω φάει ποτέ. Τύφλα νάχουν οι επισημότητες και τα γκουρμέ. Τρώγοντας και πίνοντας απ’ το χωνευτικό νεράκι της διπλανής πηγής, που σε κάνει να χωνεύεις ακόμα και τις πέτρες που λέει ο λόγος, δεν έμειναν στο τέλος παρά μόνον τα κόκκαλα απ’ την ψημένη προβατίνα. Όταν τελειώσαμε το φαγητό, βάλαμε και από μια στρογγυλεμένη πέτρα για μαξιλάρι στη σκιά μιας βελανιδιάς και πήραμε και ένα ωραιότατο υπνάκο. Όταν ξυπνήσαμε λοιπόν φρέσκοι φρέσκοι, πήραμε το δρόμο του γυρισμού, ευχαριστημένοι όλοι. Αυτός που είχε κάνει το τάμα γιατί εκπλήρωσε την υπόσχεσή του κι εμείς γιατί περάσαμε καλά. Εγώ δε για ένα ακόμα λόγο. Γιατί κατάφερα μια φορά στη ζωή μου να γίνω επισήμως ψάλτης, έστω και εξ ανάγκης των περιστάσεων.

Ε.Α. Απρίλιος 2011

 

 Τα 4χ4 

Σήμερα υπάρχουν αυτοκίνητα που μπορούν να κινηθούν καλά τόσο στην άσφαλτο ή το χώμα όσο, και εκτός δρόμων. Είναι τα λεγόμενα συνήθως jeep ή 4Χ4. Με αυτά οι συνάνθρωποί μας που έχουν την οικονομική δυνατότητα να τα αγοράσουν και να τα συντηρούν, μπορούν να κάνουν μεταφορές και να απολαμβάνουν την φύση ακόμα και σε δύσκολα σημεία. Μπορεί ένα τέτοιο όχημα να έρθει στο χωριό μας και να πάει ας πούμε στα αλώνια έστω και χωρίς δρόμο, πράγμα που δεν μας ξαφνιάζει. Όμως λίγες δεκαετίες πριν δύσκολα θα το φανταζόταν κανείς. Οι συγκοινωνίες έπασχαν, δεν ήταν εύκολες τότε. Όμως μη νομίζετε ότι οι άνθρωποι κόλωναν. Κάλυπταν τις ανάγκες μεταφορών και μάλιστα σε ανωμάλους στην κυριολεξία δρόμους, ή και έξω απ’ αυτούς στα χωράφια και τις πλαγιές, με άλλο τρόπο. Ας ήταν καλά τα άλογα, τα μουλάρια και οι γάιδαροι.

Τα 4Χ4 εκείνης της εποχής. Και θα μπορούσαν στην κυριολεξία να χαρακτηριστούν σαν 4Χ4, αφού και 4 πόδια είχαν και τα 4 αυτά πόδια ήταν κινητήρια. Σήμερα τα αυτοκίνητα 4Χ4 έχουν σχεδόν την ίδια μορφή και διαφέρουν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Ε, και τα 4Χ4 εκείνης της εποχής είχαν σχεδόν την ίδια μορφή και διέφεραν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.

Αλλά ήταν αρσενικά, άλλα ήταν θηλυκά, άλλα ήταν καλότροπα, άλλα ήταν δύστροπα, άλλα ήταν πεισματάρικα, άλλα ήταν ανυπάκουα κλπ. Ας πούμε το μουλάρι του παπά-Εισαγγελέα (παπά μου συγχώρησέ με που δεν θυμάμαι το πραγματικό σου όνομα, αλλά έτσι ήσουνα γνωστός σ’ όλους τους συγχωριανούς) ήταν δύστροπο και μόνο η παπαδιά του η Μαρία μπορούσε να το κάνει καλά.

Ή ο γάιδαρος της Ψαροκοκκίνενας (άλλη μια, που δεν ήξερα καν το πραγματικό της όνομα, ας με συγχωρήσει κι αυτή) φαίνεται ότι τράβαγε καλύτερα στην ανηφόρα κάτω απ’ την παρότρυνση της, γι’ αυτό κι αυτή μόλις ξεκινούσαν, μπρος ο γάιδαρος της φορτωμένος και πίσω αυτή, άρχιζε να τον παροτρύνει με ένα μακρόσυρτο «Αάά, άά, άάάάά, άά». Αλλά καμιά φορά και τα άλογα «ξαφνιαζόντουσαν» και σταματάγανε απότομα σαν να τους τράβηξες ...χειρόφρενο, και τα μουλάρια στην κυριολεξία ...μουλαρώνανε, και οι γάιδαροι στυλώνανε τα πόδια και δεν έλεγαν να ξεκινήσουν, σαν να είχανε μείνει από ...μπαταρία.

Το σπουδαιότερο όμως απ’ όλα είναι ότι τα 4Χ4 εκείνης της εποχής δεν εξαρτιόντουσαν από τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες για καύσιμα. Τους αρκούσαν καλαμιές ή άχυρο, χόρτο, άντε και σε σπανιότερες περιπτώσεις λίγο τριφύλλι ή βρώμη. Και επιπλέον δεν μόλυναν το περιβάλλον με καυσαέρια. Το πολύ καμιά φορά να άφηναν κανένα.... δύσοσμο αέριο.

Ε.Α. Απρίλιος 2011

 

Καταναλωτισμός

Αρκετές δεκαετίες πίσω, ακόμα και στη δεκαετία του 1950, οι συμπολίτες μας δεν είχαν την επάρκεια αγαθών που έχουμε σήμερα. Θυμάμαι στο χωριό, η κάθε οικογένεια προσπαθούσε να είναι αυτάρκης. Προσπαθούσαν να έχουν τα δικά τους τρόφιμα, τα δικά τους ρούχα, και γενικά να παράγουν οι ίδιοι όσο περισσότερα μπορούσαν, από τα αγαθά που τους ήταν απαραίτητα. Κι’ αυτό όχι βέβαια γιατί ήθελαν να μοχθούν και να κουράζονται, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι τους έλειπαν τα χρήματα. Όλος αυτός ο μόχθος βέβαια τους έκανε επί πλέον να εκτιμούν αυτά τα λίγα που είχαν και να είναι ολιγαρκείς. Θυμάμαι ας πούμε ότι, παρόλο που όλες σχεδόν οι οικογένειες είχαν ζώα, δεν έτρωγαν κρέας παρά μόνον στις μεγάλες γιορτές. Παρεπιμπτόντως βέβαια, όπως ξέρουμε σήμερα, αυτό ήταν καλό και για την υγεία τους. Για να σφαχτεί κάποιο ζώο (συνήθως καμιά στερφόγιδα) για κατανάλωση από τους συχωριανούς, έπρεπε να δηλώσει ο καθένας πόση ποσότητα ήθελε, και το ζώο σφαζόταν μόνο αν συμπληρωνόταν περίπου το βάρος του ζώου που θα σφαζόταν! Θαυμάστε οικολογική διαχείριση την εποχή που ο όρος οικολογία ήταν παντελώς άγνωστος.

Θαυμάστε λοιπόν στην συνέχεια και ολιγάρκεια. Ήταν απογευματάκι και η μακαρίτισσα η μάνα μου μαζί με τις θειάδες μου καθόντουσαν στην Αναδιωτέικη μάντρα συζητώντας, μαζί τους κι εγώ παίζοντας. Λίγο πιο πέρα στην αυλή του Τάσου του Καραμάνου, η γυναίκα του η Αποστολία στούμπαγε (χτυπούσε) ξερό καλαμπόκι για να βγάλει τους σπόρους. Όταν τελείωσε, το μάζεψε, το φόρτωσε στο γάιδαρό τους και ξεκίνησε την ανηφόρα για το λόγγο. Περνώντας μπροστά από τις γυναίκες, μία απ’ αυτές την ρώτησε αν έκανε πολύ καλαμπόκι, για να πάρει την απάντηση «Εκανα, έκανα, δόξα τω Θεό, έκανα κάμποσο, πενήντα οκάδες» δηλαδή σημερινά 64 κιλά. Σημειώστε ότι τότε έφτιαχναν και έτρωγαν και καλαμποκόψωμο, την γνωστή μπομπότα, και ότι η οικογένεια ήταν ένα τσούρμο ολόκληρο! Σήμερα πετάμε ρούχα και παπούτσια, όχι γιατί πάλιωσαν, αλλά γιατί είτε τα βαρεθήκαμε, είτε δεν είναι πια της μόδας, είτε ακόμα γιατί δεν χωράνε στις ντουλάπες μας. Πολλά τρόφιμα –μαγειρεμένα και αμαγείρευτα- καταλήγουν στον σκουπιδοτενεκέ αυξάνοντας τον όγκο των αποβλήτων, τις χωματερές και την ρύπανση. Η οικονομική κρίση είναι πολύ δυσάρεστη, οδυνηρή για τους οικονομικά ασθενέστερους, αλλά, -όπως λέμε «ουδέν κακόν αμιγές καλού»-, μήπως εν τέλει κάνει και κάτι καλό? Να μας εξαναγκάσει να φερόμαστε λιγότερο σπάταλα, να είμαστε ολιγαρκείς, να κάνουμε καλύτερη διαχείριση των αγαθών που έχουμε, ή ακόμα καλύτερα να τα μοιραζόμαστε μ’ αυτούς που έχουν λιγότερα από εμάς?

Ε.Α. Μάιος 2011

 

Η ύδρευση

Σήμερα θεωρείται αυτονόητο να ανοίγει κανείς τη βρύση όποτε θέλει, το νερό να τρέχει, κι αυτός να το παίρνει και να το χρησιμοποιεί για πόσιμο ή για χρήση. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις ούτε καν να ανοίγει τη βρύση, αλλά η όλη διαδικασία να γίνεται μόνη της αυτόματα. Αυτό χάρις στα δίκτυα ύδρευσης που πλέον διαθέτουν και τα πιο μικρά χωριά, για να μην αναφέρουμε τις μεγάλες πόλεις, που το νερό μπορεί να μεταφέρεται από πολλά χιλιόμετρα μακριά, όπως στην Αθήνα που έρχεται από τον Μόρνο και τον Εύηνο. Μάλιστα κάνουμε δυστυχώς και κατάχρηση αυτού του αγαθού που μας παρέχει η φύση. Όμως κάποιες δεκαετίες πίσω, οι χωριανοί μας δεν είχαν νερό μέσα στο χωριό.

Σε πολλές τοποθεσίες γύρω από το χωριό υπήρχαν πηγές με νερό και οι χωριανοί φρόντιζαν να στήνουν τις στρούγκες και να φτιάχνουν τα μποστάνια τους κοντά σ’ αυτές, ώστε να έχουν επάρκεια νερού για όλες τις δουλειές τους. Όμως μέσα στο χωριό δεν υπήρχε νερό και κοντινή μικρή πηγή ήταν κάποιου που την κρατούσε για δική του αποκλειστικά χρήση. Οπότε η λύση ήταν η μεταφορά του νερού από την πιο κοντινή πηγή στο χωριό. Αυτή ήταν στ’ Απόσκιο δίπλα στο ποτάμι, όπου έτρεχε καθαρό νεράκι για να εξυπηρετήσει όλες τις οικιακές ανάγκες του χωριού.

Η μεταφορά του νερού απ’ τη βρύση στο χωριό ήταν αποκλειστικά έργο των γυναικών και των παιδιών, και ακόμα δεν ξέρω αν οι άντρες την απέφευγαν σαν μια παρακατιανή δουλειά, ή αν αυτό γινόταν επειδή οι ίδιοι είχαν δουλειές που δεν μπορούσαν να κάνουν οι γυναίκες και τα παιδιά. Έτσι οι γυναίκες φορτωνόντουσαν τη βαρέλα κρατώντας την είτε στον ώμο είτε στις πλάτες με σχοινί και έφερναν το νερό στο σπίτι, όπου η χρήση γινόταν με φειδώ, αφού δεν ήταν εύκολο το πηγαινέλα στ’ Απόσκιο.

Τα παιδιά πάλι ή οι πιο ηλικιωμένες γυναίκες που δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν τη βαρέλα, κουβαλούσαν το νερό με τη μπαρδάκα, που συνήθιζαν να την παίρνουν μαζί τους με νερό και όταν ήταν να δουλέψουν σε μέρος που δεν είχε κοντά κάποια πηγή. Σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν και καμιά στάμνα, φαντάζομαι όχι γιατί ήσαν πολύ ακριβές για να τις αγοράσουν, αλλά γιατί σαν κεραμικές που ήσαν, θα ήσαν εύθραυστες για το πηγαινέλα στ’ Απόσκιο, και επί πλέον χωρούσαν λιγότερο νερό από μια βαρέλα. Σε μια τέτοια μεταφορά νερού από τ’ Απόσκιο, ένα καλοκαίρι η μανούλα μου με τη γεμάτη βαρέλα στον ώμο σκόνταψε σε κάτι πέτρες που προεξείχαν στο δρόμο κάτω απ’ τ’ αλώνια και τσακίστηκε. Δεν έσπασε το πόδι της γιατί δεν θα μπορούσε να κουνηθεί καθόλου, αλλά σίγουρα το ράγισε, γιατί την θυμάμαι να πονάει για πολύ καιρό μετά, και αρκετά χρόνια αργότερα, το πόδι της να της θυμίζει πονώντας που και που εκείνο το πέσιμο. Αν θυμόμαστε λοιπόν πως γινόταν η ύδρευση του χωριού εκείνη την εποχή, ίσως και να εκτιμούμε περισσότερο το αγαθό του νερού σήμερα.

Ε.Α. Μάιος 2011

 

Πλύση και πικ-νικ

Σε άλλη ιστορία μας αναφέραμε ότι κάποιες δεκαετίες πίσω, οι χωριανοί μας δεν είχαν νερό μέσα στο χωριό και η μεταφορά του από την πιο κοντινή πηγή στο χωριό, στ’ Απόσκιο δίπλα στο ποτάμι, δεν ήταν εύκολη υπόθεση γιατί έπρεπε να μεταφερθεί κουβαλώντας τη βαρέλα με τα πόδια. Έτσι και η πλύση των ρούχων στο σπίτι, ιδιαίτερα αν ήσαν πολλά, ήταν πρόβλημα.

Οι νοικοκυρές του χωριού λοιπόν για να λύσουν το πρόβλημα, έκαναν αυτό που λέει η παροιμία «όταν δεν πάει το βουνό στον Μωάμεθ, πάει ο Μωάμεθ στο βουνό», δηλαδή πήγαιναν να πλύνουν τα ρούχα, όπου υπήρχε νερό και δη τρεχούμενο. Αυτή η πρακτική υπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων, αφού κι ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει τη συνάντηση του Οδυσσέα με τη Ναυσικά και τις φίλες της που έπλεναν στο ποτάμι κι έχει αποτυπωθεί και σε παλιούς πίνακες ζωγραφικής. Το ίδιο κάναμε κι εμείς τα καλοκαίρια που περνάγαμε στο χωριό. Θυμάμαι τη μακαρίτισσα τη μάνα μου, όποτε μαζευόντουσαν ρούχα για πλύση, κι αυτό δεν ήταν και σπάνιο με μένα που ήμουνα παιδί και λέρωνα αρκετά ρούχα,

τα μάζευε, έπαιρνε το σαπούνι που είχε φτιάξει μόνη της από τα μη βρώσιμα λάδια της στην Ερατεινή, και εκείνη φορτωμένη τη σκάφη και το καζάνι κι εγώ τα ρούχα και τον κουβά, παίρναμε το πρωί το δρόμο για τ’ Απόσκιο. Εκεί σε ένα μικρό πλάτωμα λίγο πιο πέρα απ’ τη βρύση, ήσαν στημένα από προηγούμενες φορές τα κακαβολίθαρα. Έβαζε πάνω τους το καζάνι, το γέμιζε νερό, μαζεύαμε ξερά ξύλα απ’ το ποτάμι και άναβε τη φωτιά για να ζεσταθεί το νερό. Πιο δίπλα ήσαν κάτι ψηλές πέτρες και πάνω τους χοντρούτσικες πλάκες, πάνω στις οποίες τοποθετούσε τη σκάφη για να πλύνει. Όταν τα ρούχα ήσαν πιο λερωμένα, έβαζε στο νερό που ζέσταινε και στάχτη. Όταν τελείωνε πια και ξέβγαζε τα ρούχα, τα άπλωνε στην απέναντι όχθη του ποταμιού, πάνω σε κάτι καταπράσινες πουρνάρες, που τις έλουζε ο ήλιος, για να στεγνώσουν.

Και ενώ ο ήλιος στέγνωνε τα ρούχα, ήταν η σειρά μου να πλυθώ. Στο τέλος, ανοίγαμε την υφαντή πετσέτα με τις μπλε ρίγες με τα φαγώσιμα, βρέχαμε λίγο τα παξιμάδια που είχαμε και τα τρώγαμε με τη συνοδεία τυριού και φρέσκιας ντομάτας. Αν είμαστε τυχεροί το γεύμα είχε και επιδόρπιο. Φρέσκο καλαμπόκι που ψήναμε στη κάρβουνα που είχαν μείνει ανάμεσα στα κακαβολίθαρα.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά η ώρα περνούσε, τα ρούχα στέγνωναν και αφού σβήναμε τα υπολείμματα της φωτιάς και μαζεύαμε τα ρούχα, παίρναμε το δρόμο του γυρισμού. Έτσι λοιπόν γινόταν η πλύση στο χωριό εκείνη την εποχή, και μάλιστα στην περίπτωσή μας συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου, και όχι όπως σήμερα χωρίς κόπο με αυτόματα πλυντήρια, που μερικά απ’ αυτά μόνα τους ζυγίζουν και πλένουν με το κατάλληλο πρόγραμμα τα ρούχα μας. Εγώ πάντως για να σας πω την αλήθεια νοσταλγώ, αν όχι όλη τη διαδικασία, τουλάχιστον το περιβάλλον και το φαγητό μέσα σ’ αυτό, που σήμερα το λέμε πικνίκ.

Ε.Α. Μάιος 2011

 

Γκουρμέ

Συχνά είτε διαβάζουμε στον τύπο, είτε βλέπουμε στην τηλεόραση, είτε ακούμε να μιλάνε για γκουρμέ. Και εννοούν μ’ αυτό γεύσεις εδεσμάτων που φτιάχτηκαν με εξωτικά ή δυσεύρετα υλικά και με πολύπλοκους τρόπους. Αν όλα αυτά είναι πράγματι νόστιμα, είναι συζητήσιμο, και είναι πολλοί που προτιμούν τις απλές αλλά καλές γεύσεις. Για μένα υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις ιστορίες που υποστηρίζουν τους δεύτερους. Ακούστε τις λοιπόν. Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 κι εκείνο το καλοκαίρι η ζέστη είχε πιάσει νωρίς. Ανεβαίναμε απ’ την Ερατεινή στο χωριό καβάλα στα ζώα, εγώ, η μάννα μου και ο μπάρμπας μου ο Μήτσος ο Κέντρος. Διψασμένοι, σταματήσαμε στου Καραλή τη λάκκα, για να δροσιστούμε από μια πηγή που ήταν στο πλάι του δρόμου. Όμως η πηγή είχε σχεδόν ήδη ξεραθεί και δεν μπορούσαμε να πιούμε το λιγοστό νεράκι της. Έτσι συνεχίσαμε, και λίγο πριν την Κουκουβίστα, τρία τσοπανόσκυλα όρμησαν κατά πάνω μας γαβγίζοντας.

Ο μπάρμπας μου, ξέροντας τίνος ήταν τα σκυλιά, φώναξε «Κώστα, κράτα τα σκυλιά» λέγοντας και ποιοι είμαστε. Ο Κώστας κράτησε τα σκυλιά και σε λίγο φάνηκε κατεβαίνοντας, ο μπάρμπα Κώστας ο Πλίτσας κρατώντας ένα μπακράτσι κι ένα ποτήρι. Οταν έφτασε κοντά μας και όπως είμαστε καβάλα, γέμισε το ποτήρι με ένα παχύρρευστο άσπρο υγρό και μας πρόσφερε να πιούμε. Εγώ που αντιπαθούσα το γάλα, δίστασα να πιω και ρώτησα τι ήταν. Μου απάντησε «Ξινόγαλο». Σκέφτηκα «ωχ γάλα και μάλιστα ξινό», αλλά η δίψα μου υπερνίκησε τον δισταγμό μου και αποφάσισα να πιω. Με τις πρώτες γουλιές, ω Θεέ μου, τι αμβροσία ήταν αυτή! Από τότε έγινα φανατικός οπαδός του ξινόγαλου. Κάποιες άλλες φορές ο γείτονάς μας, ο συνονόματός μου, ο Στάθης ο Σερεντέλλος, με έπαιρνε μαζί του στη στρούγκα τους στο λόγκο. Όσο μπορούσα περπατούσα δίπλα του και μόλις κουραζόμουν – μικρό παιδί βλέπετε τότε εγώ –μ’ έπιανε με το ένα χέρι του και μ’ έβαζε καβάλα στο σβέρκο του μέχρι να φτάσουμε στη στρούγκα.
Μόλις φτάναμε στην ταράτσα, έβγαζε το ένα και μοναδικό κουτάλι που είχε, ξεκρεμούσε μια βιδούρα με γιαούρτι που είχε πήξει απ’ την προηγούμενη μέρα και τρώγαμε με το ίδιο κουτάλι μια κουταλιά εγώ και μια κουταλιά εκείνος. Η γεύση? Θεσπέσια! Μία άλλη φορά θυμάμαι, ο μπάρμπας μου ο Κώστας ο Στραγαλής (Αναδιώτης κατά το επίσημο επίθετό του) πάντρευε την κόρη του την Μόρφω και μαγείρευε στο καζάνι για το συμπεθεριό, όπως συνηθιζόταν, ενώ εγώ χάζευα τριγύρω. Κάποια στιγμή μου προτείνει να φάω κάτι απροσδιόριστο και ελαφρά σταχτωμένο. Εγώ έκανα πίσω το κεφάλι μου λέγοντας ότι δεν θέλω. Εκείνος όμως επέμενε λέγοντάς μου «Φάε μια μπουκιά πατσά κι άμα δεν σ’ αρέσει φτύστει». Τελικά αυτό το πράγμα ήταν το στομάχι του ζώου μου μαγείρευε, ψημένο στα κάρβουνα και όχι μόνο το έφαγα, αλλά η γεύση του θα μου μείνει αξέχαστη. Αλλά αξέχαστη θα μου μείνει και η ζεστή απ’ το φούρνο μπομπότα με τυρί που με κέρναγε η θειά μου η Σταθοκώστενα, όταν πέρναγα μπροστά απ’ το σπίτι τους, πηγαίνοντας αργά το απόγευμα στο Απόσκιο για νερό.

Ε.Α. Μάιος 2011

Η μουσική

Σήμερα έχουμε πολλούς τρόπους να ακούμε και να απολαμβάνουμε όποτε θέλουμε, το όποιο είδος μουσικής μας αρέσει. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε γι’ αυτό το ραδιόφωνο, το pickup, το CD ή το DVD player, το MP3 ή το MP4, τον ηλεκτρονικό μας υπολογιστή και διάφορα άλλα ηλεκρονικά μέσα. Και όλα αυτά μάλιστα μπορεί να είναι και φορητά μαζί μας ή στο αυτοκίνητό μας.

Τα περισσότερα απ’ αυτά δεν υπήρχαν βεβαίως στο χωριό πέντε έξη δεκαετίες πριν. Όχι μόνο γιατί δεν είχαν εφευρεθεί, αλλά γιατί το χωριό δεν είχε καν ηλεκτρικό ρεύμα. Υπήρχαν βεβαίως τα γραμμόφωνα, αλλά κανένας στο χωριό δεν ήταν τόσο ευκατάστατος, που να μπορεί να έχει ένα απ’ αυτά. Αυτό όμως μη νομίζετε ότι εμπόδιζε τους χωριανούς να απολαμβάνουν την μουσική τους. Είχαν εναλλακτικούς τρόπους γι αυτό. Ας πούμε, ο Χολέβας που έβοσκε τα πρόβατά του στη ραχούλα, καθόταν σε ένα βραχάκι, έβγαζε τη φλογέρα του και έπαιζε αυτοσχέδιες τις περισσότερες φορές μελωδίες.

Και μέσα στην ησυχία της φύσης έφταναν στο χωριό οι ουράνιες αυτές μελωδίες με την μουσική υπόκρουση των κουδουνιών απ’ τα πρόβατα. Και ενώ οι χωριανοί έκαναν τις δουλειές τους, άκουγαν κι αυτή τη μουσική που γαλήνευε τις ψυχές. Ή στο κάτω μέρος του χωριού ο τσαγκάρης, που δεν θυμάμαι πια τ’ όνομά του, τ’ απογευματάκια σταμάταγε τα ντάκα ντούκα του σφυριού που μπάλωνε τα παπούτσια κάποιου χωριανού, έπαιρνε το κλαρίνο του, έβγαινε στο μπαλκόνι του και άρχιζε να παίζει για δικό του κέφι, αυτοσχέδιους τις περισσότερες φορές, κι αυτός σκοπούς. Όσον αφορά τα φωνητικά, μην ανησυχείτε. Ας ήταν καλά η Σοφία του Μακάση. Ύφαινε αλλά και τραγουδούσε ταυτόχρονα. Και ξεχυνόταν η γάργαρη φωνή της απ’ το παράθυρο, ενώ τα ντάκα ντούκα απ’ το χτένι του αργαλειού της, ήταν σαν τη μουσική υπόκρουση των ντραμς. Ας με συγχωρήσουν όλοι αυτοί που δεν θυμάμαι το όνομά τους,

ή τους αναφέρω με το παρατσούκλι τους, αλλά το σημαντικό ήταν ότι προσέφεραν τη μουσική τους σε σχεδόν καθημερινή βάση. Αλλά το μεγάλο μουσικό γεγονός, όπως ας πούμε τώρα οι συναυλίες φημισμένων συγκροτημάτων, ήταν τα όργανα, όταν γινόταν κανένας γάμος στο χωριό. Αν μάλιστα το συμπεθεριό ήταν από άλλο χωριό, έφταναν όλοι μαζί στο χωριό, και τα όργανα μαζί, παίζοντας κι όλας στο δρόμο. Το δε βράδυ του γάμου έδιναν ρέστα, που λένε, παίζοντας ως αργά χωρίς σχεδόν κανένα διάλειμμα. Αυτά λοιπόν για τη μουσική στο χωριό, για να μη νομίζετε ότι τα πράγματα είναι σήμερα πολύ διαφορετικά. Μπορεί να αλλάζουν τα μέσα, ο τρόπος και οι καταστάσεις, αλλά η απόλαυση της μουσικής παραμένει αιώνια.

Ε.Α. Μάιος 2011

 

Καταπολέμηση του γήρατος

Πάντοτε οι άνθρωποι ήθελαν να είναι νέοι. Είναι γνωστή η ιστορία του Φάουστ που πούλησε την ψυχή του στο διάβολο για να παραμείνει νέος, το «πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ», αλλά και το δημοτικό τραγούδι «νάταν τα νιάτα δυο φορές».Τα τελευταία χρόνια έγιναν αρκετές προσπάθειες για την παράταση της νεότητας, όπως με τον ορό Μπογκομόλετς και την θεραπεία της Ασλάν. Όλοι επίσης ξέρουμε τις σημερινές τεχνικές μεθόδους των πλαστικών εγχειρήσεων, που χρησιμοποιούν κατά κόρων οι σταρ του σινεμά, του lifting και του bottox.Έχουμε επίσης διαβάσει για τις προσπάθειες που κάνουν οι επιστήμονες να επιβραδύνουν την γήρανση με επέμβαση στο DNA. Αλλά όλα αυτά είναι προσπάθειες για την καταπολέμηση του γήρατος με τεχνητά μέσα. Εγώ ξέρω μια εντελώς φυσική μέθοδο που έχει αποδειχθεί πως κάνει θαύματα. Ήταν στο χωριό, πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν γύρισαν από την Αμερική γερασμένοι, ταλαιπωρημένοι από τη σκληρή δουλειά και καραβοτσακισμένοι οι δυο γέροι Μπεσκέοι, οι Αμερικάνοι, όπως συνήθιζαν να τους λένε οι χωριανοί. Στα χάλια που ήταν, οι χωριανοί σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους ότι λίγα ήταν ακόμα τα ψωμιά τους. Άντε ένα δυο χρόνια το πολύ. Πράγματι οι δυο γέροι με το ζόρι έβγαλαν την πρώτη χρονιά. Τη δεύτερη όμως χρονιά αντί να χειροτερεύουν, όπως περίμεναν οι χωριανοί, αυτοί με την ξεκούραση, τον καθαρό αέρα, το καλό κλίμα και τη υγιεινή φυσική διατροφή σταθεροποιήθηκαν και στην τρίτη χρονιά άρχισαν να βελτιώνονται, να κυκλοφορούν στο χωριό και να παίρνουν τ’ απάνω τους. Έζησαν δε στο χωριό σε σχετικά καλή για την ηλικία τους κατάσταση κάποια χρόνια ακόμα. Αλλά εκτός απ’ αυτούς και οι άλλοι ηλικιωμένοι του χωριού κρατιόνταν σε καλή κατάσταση. Θυμάμαι τη γιαγιά μου τη Τριάδα που φρόντιζε τη γίδα και τ’ αρνιά της και καλλιεργούσε τα κηπευτικά της σε μεγάλη ηλικία και ίσως να ζούσε κι άλλα χρόνια ακόμα αν διαγνωσόταν έγκαιρα ο εχινόκοκκος που είχε η καημένη.Θυμάμαι ακόμα το γερο Κώστα τον Κέντρο να κυκλοφορεί κοτσονάτος στο χωριό, φορώντας – τελευταίος αυτός – τη φουστανέλα του, το μπάρμπα μου το Μυλωνά να ανεβοκατεβαίνει στο μύλο με τα πόδια ως τα βαθιά γεράματά του, τη θειά μου τη Χαραλάμπενα να είναι δραστήρια με τις γίδες της και τα κηπευτικά της, αν και πολύ ηλικιωμένη, την γειτόνισσά μας τη γριά Ελισάβετ να μη βάζει κ΄.ο κάτω που λένε, τον γερο Κατσούλη να τριγυρίζει από δω κι από κει, και γενικώς όλοι οι ηλικιωμένοι να μη το βάζουν κάτω με τίποτα. Θέλετε λοιπόν να ζήσετε πολλά χρόνια? Πηγαίνετε, αν μπορείτε, να ζήσετε στο καλό κλίμα του χωριού, κάνετε και υγιεινή φυσική διατροφή και θα δείτε.

Ε.Α. Μάιος 2011

   

 Τεχνολογίες αιχμής

Τα τελευταία χρόνια η τεχνολογία καλπάζει. Σχεδόν κάθε μέρα μαθαίνουμε και για μια καινούρια ανακάλυψη ή εξέλιξη. Τι να πρωτοαναφέρω. Τι αποστολές στο διάστημα, αφού στο φεγγάρι είναι πια δεκαετίες που πήγαμε, τι LASER, τι μέσα καταγραφής και αναπαραγωγής εικόνας και ήχου, τι ρομπότ, τι εργαλεία, που πια χρειάζονται σπουδές για να τα δουλέψεις, τι αυτόματα πια μέσα παραγωγής, τι μέσα επικοινωνίας, τι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κλπ, κλπ, κλπ. Όλα αυτά βέβαια είναι μηχανοκίνητα ή ηλεκτροκίνητα. Λίγες δεκαετίες πριν, στο χωριό δεν υπήρχε ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε κάποια βενζινομηχανή ή πετρελαιομηχανή. Οπότε όλα ήσαν χειροκίνητα, ...ποδοκίνητα, ...ζωοκίνητα, άντε και υδροκίνητα, αν βάλουμε και τον νερόμυλο του χωριού. Αλλά μη νομίζετε ότι οι άνθρωποι δεν έκαναν τη δουλειά τους.

Απλά χρησιμοποιούσαν άλλα μέσα και φυσικά έβαζαν πολύ περισσότερο μόχθο. Το όργωμα γινόταν με το αλέτρι με ένα υνί, που το τράβαγε το μουλάρι ή το βόδι. Ήταν βέβαια πολύ κουραστικό, αλλά τα κατάφερναν ακόμα και στο Πυργάκι, που οι πέτρες ήσαν περισσότερες απ’ το χώμα. Το θέρισμα γινόταν με το δρεπάνι και το αλώνισμα με τα άλογα στα αλώνια. Η κατεργασία των ξύλων γινόταν με το χειροπρίονο και το σκεπάρνι και μόνο ο παπα Βελαώρας διέθετε και πλάνη. Θυμάμαι ένα περιπλανώμενο βαρελά, που με ένα χειροπρίονο και ένα διπλό εργαλείο – από τη μια μεριά σκεπάρνι και από την άλλη τσεκούρι – έκανε θαύματα. Η γριά Ουρανία μια χαρά τα κατάφερνε στη ραπτική με την χειροκίνητη ραπτομηχανή της.

Για τα ρούχα δε του σπιτιού, ας ήταν καλά ο αργαλειός. Αλλά η κατάσταση βολευόταν και στις επικοινωνίες, με τον αγροτικό ταχυδρόμο για την αλληλογραφία και το χειροκίνητο τηλέφωνο-καβουρντιστήρι που ήταν στο γραφείο της Κοινότητας, στου γερο Μπίτη, που, όσο θυμάμαι, ήταν πάντα ο πρόεδρος του χωριού. Όσον αφορά δε την εικόνα, την ανάγκη κάλυπταν οι σπάνιες φωτογραφίες, ενώ πιο προχωρημένο ήταν ένα στερεοσκόπιο που είχε ο Μυλωνάς, στο οποίο χάζευα την μία και μοναδική στερεοσκοπική φωτογραφία που είχε από κάποια πόλη του εξωτερικού. Για τον ήχο πάλι ας ήταν καλά το στόμα, που ήταν ικανό για την επικοινωνία σε σχετικά κοντινές αποστάσεις, αλλά και να διώχνει τους λύκους μακριά από τα μαντριά τα βραδάκια, όταν οι βοσκοί χούχταγαν για να τους απομακρύνουν.
Τη δουλειά δε του υπολογιστή, την έκαναν, με όποιο τρόπο μπορούσαν, με το μολύβι και το χαρτί. Έτσι οι χωριανοί ήσαν ικανοποιημένοι, αφού αγνοούσαν την ύπαρξη άλλων ευκολιών.

Ε.Α. Μάιος 2011

 

Το κάπνισμα

Τα καλοκαίρια, όταν ήμουνα μικρό παιδί, περνάγαμε με την μακαρίτισσα τη μάννα μου τις καλοκαιρινές διακοπές μας στο χωριό. Τότε δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι στο χωριό, τα πιο μεγάλα παιδιά έκαναν δουλειές ή έμεναν με τις οικογένειές τους στις στρούγκες. Έτσι κι εγώ τριγύριζα με τα μικρότερα εξερευνώντας τη φύση. Σε μια απ’ αυτές τις εξερευνήσεις μου είδα στον κορμό μιας αμυγδαλιάς ένα εξόγκωμα. Ρώτησα τι ήταν αυτό, για να πάρω την απάντηση ότι ήταν ίσκα για να ανάβουν οι άντρες το τσιγάρο τους. Μου φάνηκε περίεργο πως ήταν δυνατόν να γίνεται αυτό, αλλά δεν είπα τίποτα, με το φόβο να μη με κοροϊδέψουνε τα παιδιά του χωριού, σαν παιδί της πόλης που ήμουνα και δεν είχα ακόμα μπει στο κλίμα του χωριού. Αργότερα παρατήρησα τους άντρες του χωριού, όταν ήθελαν να καπνίσουν, να ακολουθούν δύο ολόκληρες διαδικασίες. Η πρώτη ήταν να στρίψουν το τσιγάρο. Για να γίνει αυτό, έβγαζαν μία σακουλίτσα με ψιλοκομμένο καπνό (την καπνοσακούλα), ένα τρυφερό φύλλο από τον καρπό του καλαμποκιού, έκοβαν με ένα μαχαιράκι ένα ορθογώνιο κομμάτι του, το γέμιζαν με τον καπνό, και το τύλιγαν σε σχήμα τσιγάρου. Αλλά όση διαδικασία ήταν να το στρίψουν, άλλη τόση ήταν και να το ανάψουν. Γι’ αυτό με το ένα χέρι κρατούσαν μία σκληρή πέτρα (την τσακμακόπετρα) και ακριβώς από κάτω της κάποιες ίνες που έκοβαν και έξαιναν από ένα μεγαλύτερο κομμάτι (την ίσκα), ενώ με το άλλο χέρι κρατούσαν ένα μεταλλικό εξάρτημα σε σχήμα κεφαλαίου δέλτα (τον πριόβολο) με το οποίο χτυπούσαν την πέτρα. Η πέτρα έβγαζε σπίθες, οι οποίες κατευθύνονταν στις ίνες της ίσκας. Ύστερα από μερικά χτυπήματα και σπίθες, οι ίνες της ίσκας άναβαν, αλλά χωρίς φλόγα.

Έπαιρναν τότε τις ίνες της ίσκας, τις φυσούσαν ελαφρά για να μη σβήσουν και ακουμπώντας τες στο τσιγάρο που είχαν στα χείλη τους, επιτέλους το άναβαν. Έτσι έμαθα πώς η ίσκα χρησίμευε για ν’ ανάβουν οι άντρες το τσιγάρο τους. Αργότερα έμαθα ότι για να μαλακώσει η ίσκα και να ξεχωρίζουν οι ίνες της, την έβραζαν κάμποσες ώρες μαζί με στάχτη. Οι πιο τυχεροί καπνιστές του χωριού έστριβαν τσιγάρο με οποιοδήποτε χαρτί αντί για καλαμποκόφυλλο, οι ακόμα πιο τυχεροί με τσιγαρόχαρτο, οι δε υπερτυχεροί, σπάνια και πού, κάπνιζαν έτοιμα τσιγάρα χύμα και αντί ίσκα και πριόβολο χρησιμοποιούσαν για το άναμμα του τσακμάκι με φιτίλι (αναπτήρα που για σπινθήρα έτριβε βιομηχανοποιημένη τσακμακόπετρα και είχε για καύσιμο σκέτο φιτίλι). Η όλη διαδικασία του καπνίσματος ενός τσιγάρου δεν διαρκούσε όπως σήμερα με τα πακεταρισμένα έτοιμα περίπου ένα τέταρτο, αλλά τουλάχιστον το διπλάσιο, οπότε και ο «ενός τσιγάρου δρόμος» δεν ήταν και τόσο λίγος όσο τον φανταζόμαστε σήμερα.

Ε.Α. Μάιος 2011

 

Αλληλεγγύη

Στην σημερινή εποχή και ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, κλείνεται ο καθένας στο σπίτι του και στον εαυτό του και φροντίζει μόνο τα του οίκου του. Δεν ξέρει καν τον διπλανό του, συνήθως αδιαφορεί γι’ αυτόν, εκτός κι αν τον ενοχλεί, και πολύ περισσότερο δεν τον βοηθάει, παρά μόνον σε μεγάλη ανάγκη. Αυτό που λέμε κοινωνική συνοχή, δεν κινδυνεύει να χαθεί στους σημερινούς καιρούς της κρίσης και της αναταραχής. Έχει ήδη χαθεί απ’ τη στιγμή που τα μπορούμε όλα μόνοι μας, κλειστήκαμε στα καβούκια μας και δεν μοιραζόμαστε πράγματα με τους άλλους. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι, ιδιαίτερα στα χωριά. Αρκετές δεκαετίες πριν στα χρόνια του 1950 θυμάμαι ότι στο χωριό που πέρναγα μαζί με τη μάνα μου τα καλοκαίρια, νοιαζόταν ο ένας τον άλλο και όταν υπήρχε ανάγκη, τον βοηθούσε.
Οι δουλειές του καλοκαιριού ήσαν ο θέρος και ο τρύγος. Είναι γνωστή η λαϊκή ρήση «Θέρος, τρύγος πόλεμος», δηλαδή ο θέρος και ο τρύγος είναι ομαδική υπόθεση, σαν τον πόλεμο, που χρειάζονται πολλοί. Και στον πόλεμο του θέρους, του αλωνίσματος και του τρύγου οι χωριανοί έδειχναν την αλληλεγγύη τους. Την μια μέρα η μία φιλική ή συγγενική οικογένεια βοηθούσε την άλλη στο θέρισμα, για να ανταποδώσει εκείνη στις επόμενες μέρες. Και στο αλώνισμα φώναζαν τον Μπουζινεκόγιαννο που είχε τρία άλογα, έβαζαν και εκείνοι τα δικά τους και υπό την καθοδήγησή του αλώνιζαν τις θημωνιές. Σε άλλη ιστορία θα σας διηγηθώ και όλη τη διαδικασία του αλωνίσματος. Κάτι αντίστοιχο με το θερισμό γινόταν και στον τρύγο.

Οι μεν βοηθούσαν τη μέρα που είχαν συμφωνήσει τους δε, για να ανταποδώσουν εκείνοι σε λίγες μέρες. Και ο θέρος με τ’ αλώνισμα και ο τρύγος ήσαν δύσκολες δουλειές, αλλά είχαν και ένα πανηγυρικό χαρακτήρα, γιατί τότε έβλεπαν οι χωριανοί τους καρπούς της γης τους. Αλλά η αλληλεγγύη δεν περιοριζόταν στον πόλεμο, δηλαδή τον ιερό και τον τρύγο. Ίσχυε και μεταξύ των νοικοκυρών στο χωριό.
Οταν η μία είχε να φτιάξει διασίδι για να υφάνει στον αργαλειό, την βοηθούσε η άλλη. Οταν ήθελε ν’ ανάψει τη φωτιά της, έπαιρνε ένα αναμμένο δαυλί απ’ τη φωτιά της γειτόνισσας.
Κι αν απορείτε γιατί δεν άναβε με τα σπίρτα, θα σας πω ότι ελάχιστοι είχαν σπίρτα στο χωριό εκείνη την εποχή. Ακόμα θυμάμαι, ότι η Σερεντέλενα, που το σπίτι της ήταν ακριβώς απέναντι απ’ το δικό μας, παραχωρούσε για πολλά χρόνια τον φούρνο της για να φουρνίζει η μάνα μου, επειδή ο δικός μας είχε χαλάσει. Κι η νοστιμιά απ’ ότι έφτιαχναν τα χεράκια της μάνας μου κι έψηνε ο φούρνος της Σερεντέλενας, δεν περιγράφεται. Και βέβαια πηγαινοερχόντουσαν τα κεράσματα και δυνάμωνε η κοινωνική συνοχή.

Ε.Α. Μάιος 2011

  

Δημόσια έργα

Σήμερα μεγάλα και μικρά δημόσια έργα γίνονται από μεγάλες ή μικρές αντίστοιχα εργοληπτικές εταιρίες με εξειδικευμένα συνεργεία, με ειδικά συνήθως μηχανήματα, ενώ οι άνθρωποι είτε συμμετέχουν μόνο στον χειρισμό των μηχανημάτων, είτε είναι πολύ λίγοι αυτοί που εργάζονται χειρωνακτικά. Η μη άμεση συμμετοχή των πολιτών στα έργα, η ανάμειξη των εργολάβων και βέβαια η απληστία του κέρδους και η ανεντιμότητα κάποιων δημιουργεί φαινόμενα καταχρήσεων και διαφθοράς. Αυτές οι καταστάσεις ήσαν άγνωστες στο χωριό μερικές δεκαετίες πριν. Η ανάγκη βέβαια για δημόσια έργα στο χωριό υπήρχε, περιορισμένη φυσικά στην μικρή κλίμακα του χωριού. Θα μου πείτε και πως καλυπτόταν αυτή η ανάγκη? Υπήρχαν και τότε εργολαβίες και μίζες, έστω και μικρές? Όχι βέβαια. Αυτό ήταν αδιανόητο εκείνη την εποχή, άσε που και να τους έστυβες όλους τους χωριανούς μαζί, δεν επρόκειτο να βγάλεις σε χρήματα περισσότερα από δυο τρία μεροκάματα. Και τότε πως γινόντουσαν τα μικρά έστω δημόσια έργα του χωριού? Με μία απλούστατη αλλά μεγαλοφυή μέθοδο, που άκουγε στο όνομα «Προσωπική Εργασία».

Βάσει κανονισμού, όταν αποφάσιζε η Κοινότητα ένα κοινωφελές έργο, κάθε οικογένεια όφειλε να διαθέσει προς εργασίαν ένα ικανό άνδρα με τα εργαλεία του. Από αυτή την υποχρέωση εξαιρούντο φυσικά τα παιδιά και οι υπερήλικες. Όποιος δεν παρουσιαζόταν για «προσωπική εργασία» την ήμέρα της εξαγγελίας, έπρεπε να καταβάλει στην Κοινότητα το αντίτιμο του μεροκάματου. Με την οικονομική στενότητα που υπήρχε, όπως είπαμε, αλλά και με το πνεύμα του φιλότιμου, που τότε ήταν ισχυρό, όλοι έσπευδαν να παρουσιαστούν για την προσωπική τους εργασία. Έπαιρνε ο καθένας τον κασμά και το φτυάρι του, άντε και κανένα λοστό, και παρουσιαζόταν όπου είχε καθοριστεί. Έτσι φτιάχνονταν ή διορθώνονταν οι δρόμοι γύρω απ’ το χωριό, οι βρύσες και γενικά ότι έργο είχε ανάγκη το χωριό.
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι της δεκαετίας του 1950 την διαπλάτυνση του δρόμου που ερχόταν απ’ την Ερατεινή, κοντά στου Μπουζινέκη τα κυπαρίσσια, την οποία, μικρό παιδί τότε εγώ, παρακολούθησα από κοντά, και τις συζητήσεις που γινόντουσαν κατά την διάρκειά της, ότι αν κατάφερναν να διαπλατύνουν και να ισώσουν όπως εκεί, το δρόμο σ’ όλη τη διαδρομή του, τότε ίσως και να ερχόταν κάρο (!) στο χωριό. Θυμάμαι επίσης ένα άλλο καλοκαίρι, που η βρύση στ’ Απόσκιο δεν έτρεχε αρκετό νερό, που με «Προσωπική Εργασία» πάλι, έσκαψαν κι απομάστευσαν πάλι το νερό και έφτιαξαν και καινούριο κάλανο στη βρύση, έτσι που να τρέχει πάλι άφθονο και να εξυπηρετεί τις ανάγκες του χωριού. Μ’ αυτό λοιπόν τον αποτελεσματικό τρόπο και χωρίς διαπλοκές γινόντουσαν τότε τα δημόσια έργα στο χωριό.


Ε.Α. Μάιος 2011

 

Μέσα μαζικής Ενημέρωσης

Στην δεκαετία του 1950 που πέρναγα μαζί με τη μάνα μου τα καλοκαίρια στο χωριό, τα νέα που μαθαίναμε ήσαν πολύ λίγα. Ήσαν όσα έφερνε κάποιος όταν κατέβαινε στην Ερατεινή, όσα ακούγαμε στο τηλέφωνο, πράγμα σπάνιο με το χειροκίνητο τηλέφωνο που είχε ο Πρόεδρος της κοινότητας ο γερο Μπίτης στο γραφείο της, αυτά που ακούγαμε από ένα ραδιόφωνο μπαταρίας στο καφενείο/παντοπωλείο του Κώστα του Μπέσκου, ό,τι μας έλεγε ο αγροτικός ταχυδρομικός διανομέας και ό,τι μαθαίναμε απ’ τα γράμματα και τις εφημερίδες που έφερνε. Στην Ερατεινή οι χωριανοί κατέβαιναν αραιά και που και δεν ήταν δυνατόν να συναντηθούμε όλοι μαζί τους για να μάθουμε τα νέα, άσε που ήσαν και περιορισμένα. Το τηλέφωνο λειτουργούσε όποτε ήθελε και περισσότερο φανταζόσουνα παρά άκουγες ό,τι σου έλεγαν. Το ραδιόφωνο στο μαγαζί του ο Κώστας δεν το άνοιγε συνέχεια γιατί τέλειωναν οι μπαταρίες και που να τις βρει, και φύλαγε την λειτουργία για εξαιρετικές καταστάσεις. Οπότε η ενημέρωση του χωριού βασιζόταν ουσιαστικά στον ταχυδρόμο. Για πολλά χρόνια ταχυδρόμος στο χωριό ήταν ο Χαραλάμπης ο Λίτος. Γύριζε τα χωριά καβάλα στο μουλάρι του και με φορτωμένο τον ταχυδρομικό του σάκο.

Ερχόταν στο χωριό και μόλις έφτανε στην εκκλησία της Υπαπαντής, χτυπούσε τη καμπάνα που κρεμόταν στη γέρικη πουρνάρα της αυλής της, με πέντε έξη συνεχόμενα χτυπήματα, για να δηλώσει την άφιξή του. Τα πρώτα χρόνια καθόταν στην αυλή του γερο Κατσούλη και μετά στου Κώστα του Μπέσκου. Μόλις καθόταν, τον κέρναγαν συνήθως ένα ούζο ή μία βανίλια υποβρύχιο με νεράκι για να ξεδιψάσει και να ξεκουραστεί. Μαζί με τα γράμματα μοίραζε και καμιά εφημερίδα που είτε την είχε παραγγείλει κάποιος χωριανός, είτε την έστελνε κάποιος σε συγκεκριμένο παραλήπτη σαν αλληλογραφία. Οι χωριανοί ήσαν φτωχοί και δεν μπορούσαν να είναι συνδρομητές ούτε να παραγγέλνουν συχνά εφημερίδες, ενώ αυτοί που παραλάμβαναν κάποια εφημερίδα που τους έστελναν, ήσαν συνήθως κάποιοι που έκαναν διακοπές στο χωριό. Έτσι η παρουσία του τύπου στο χωριό ήταν σπάνια.

Οταν δε έφτανε καμιά εφημερίδα, ήταν απ’ τα σημαντικά γεγονότα στη ρουτίνα του χωριού. Ας σημειωθεί ότι η όποια εφημερίδα έφτανε, είχε εκδοθεί τουλάχιστον πριν μία βδομάδα, αφού τόσο ήθελε μέχρι να αγορασθεί, να ταχυδρομηθεί και να φτάσει στο χωριό. Παρά ταύτα για μένα που από μικρός είχα εθιστεί στην ανάγνωσή της, όταν έφτανε, ήταν θείο δώρο και την ξεκοκάλιζα διαβάζοντας τα πάντα. Το ραδιόφωνο το ακούγαμε συνήθως τις Κυριακές το πρωί μετά την εκκλησία και σπανιότερα τα απογεύματά της. Σε ένα απ’ αυτά θυμάμαι, ακούσαμε την μετάδοση του πρώτου επίσημου διεθνούς αγώνα Ελληνικής ομάδας, που ήταν Ολυμπιακός – Μίλαν και που, αν θυμάμαι καλά, έχασε ο Ολυμπιακός. Τι διαφορά με το σήμερα, που μαθαίνουμε τι γίνεται σ’ όλο τον κόσμο, από έντυπα και ηλεκρονικά μέσα, κινδυνεύοντας (!) τελικά από υπερπληροφόρηση

Ε.Α. Μάιος 2011

 

Ο Αγρουφάγος κι ο Γουρμοφάγος

Τα καλοκαίρια που μικρός πέρναγα στο χωριό, εκτός απ’ τα παιδιά που δεν ήσαν πάντα διαθέσιμα, έκανα παρέα και με κάποιους μεγαλύτερους. Ένας απ’ τούς μεγαλύτερους που έκανα συχνά παρέα, ήταν ο μπάρμπας μου ο Κώστας ο Μυλωνάς (Καραμάνος κατά το κανονικό του επίθετο). Μάλιστα η μικρή του κόρη Ελευθερία που ήταν συνομήλική μου, ήταν η καλύτερή μου φίλη. Το σπίτι τους ήταν λίγο πιο πάνω απ’ το δικό μας και πολλές φορές ο μπάρμπας μου ο Κώστας κατεβαίνοντας το πρωί για να πάει στο νερόμυλό του, που ήταν στο ρέμα στο κάτω μέρος του χωριού, μου χτύπαγε με τη γκλίτσα του το παράθυρο, που το έφτανε απ’ το δρόμο, φωνάζοντας «Στάθ’, θα κατέβ’ς ωρέ να πάμε στο μύλο»? Εγώ άλλο που δεν ήθελα, κι ώσπου να πεις κύμινο στην κυριολεξία, ήμουνα έτοιμος και κατεβαίναμε μαζί την κατηφόρα για το μύλο. Εκεί παρακολουθούσα όλη τη διαδικασία του αλέσματος που έκανε εκείνος, αλέθοντας πότε στάρι για αλεύρι ή τραχανά και πότε καλαμπόκι για καλαμποκάλευρο. Το άνοιγμα της γούρνας για να πέσει το νερό στο βαένι, το νερό που χτύπαγε και γύριζε τη φτερωτή, η φτερωτή που γύριζε τις μυλόπετρες και οι μυλόπετρες που απ’ τη μία μεριά έπαιρναν τον καρπό από το χωνί και από την άλλη τον έβγαζαν αλεσμένο, μου φαινόταν μία υπέροχη περιπέτεια. Και όλ’ αυτά σε μία ειδυλλιακή τοποθεσία, κάτω από τη σκιά μερικών πελώριων ιτιών, που ούτε τρεις άντρες δεν θα μπορούσαν ν’ αγκαλιάσουν τον κορμό τους.

Δυστυχώς, όπως έμαθα, πριν αρκετά χρόνια όλα αυτά τα πήρε μία μεγάλη κατεβασιά του ποταμιού. Οταν τελείωνε το άλεσμα, ο Μυλωνάς επιθεωρούσε τη δέση που έφερνε το νερό απ’ το ποτάμι για να γεμίσει τη γούρνα, έκλεινε τη μπούκα της για να μαζέψει νερό για την επόμενη φορά, πότιζε και τον κήπο με τα ζαρζαβατικά που είχε κοντά στη γούρνα και παίρναμε την ανηφόρα για να γυρίσουμε στο χωριό, ενώ είχε πιάσει πια μεσημεράκι.
Ανάμεσα στο μύλο και στο χωριό υπήρχαν μερικά αμπέλια και μέσα σ’ αυτά κοντά στο δρόμο και μερικές συκιές. Οι πρώτοι που δοκίμαζαν τα σύκα μόλις γινόντουσαν ήσαν τα πουλιά και αμέσως μετά ο μπάρμπας μου κι εγώ. Μία μέρα ανεβαίνοντας, σταματήσαμε σε μία συκιά και ο μπάρμπας μου έφτασε με τη γκλίτσα του τρία σύκα. Μου έδωσε εμένα τα δύο και κράτησε για κείνον μόνο το ένα. Το ένα από τα σύκα που μου έδωσε ήταν γινωμένο, το άλλο όμως ήταν μισοάγουρο. Οταν του παρατήρησα «Μα βρε μπάρμπα το ένα είναι άγουρο», μου έδωσε την απάντηση, που τη θυμάμαι ακόμα «Φάε βρε χαζέ, αγρουφάγος έφαγε, γουρμοφάγος δεν έφαγε», εννοώντας ότι όποιος έχει έστω και άγουρα τρώει, ενώ όποιος περιμένει να βρει γούρμα (ώριμα), δεν θα φάει. Από τότε αυτό το «αγρουφάγος έφαγε, γουρμοφάγος δεν έφαγε» μούρχεται στο νου κάθε φορά που τυχαίνει να έχω κάποιο ανώριμο φρούτο, και το λέω και σε όποιον τύχει να παραπονεθεί ότι κάποιο φρούτο είναι άγουρο.

Ε.Α. Μάιος 2011

 

Οι κομπόστες

Στην δεκαετία του 1950, που παιδί ακόμα, περνούσα τις καλοκαιρινές μου διακοπές στο χωριό, έτρωγα με μεγάλη μου ευχαρίστηση όλα τα φρούτα. Τι ήταν όμως κομπόστα δεν ήξερα και ούτε έφτιαχνε η μάνα μου στο σπίτι. Τρώγαμε όλοι μας φρούτα, αλλά όχι κομπόστες. Πολύ περισσότερο δεν ήξεραν τι είναι οι κομπόστες στο χωριό. Κι όμως, όπως θα σας διηγηθώ, ήξεραν να φτιάχνουν ένα είδος κομπόστας.Η γριά Κεντρογιάννενα στην αυλή του σπιτιού της, κάπου στο κέντρο του χωριού, είχε μία καρυδιά και πολλές φορές την επισκεπτόμαστε για να κόψουμε και να φάμε φρέσκα καρύδια.Βέβαια μέχρι να βγάλουμε την πράσινη ακόμα φλούδα τους, να τ’ ανοίξουμε και να καθαρίσουμε και να γευτούμε τον νόστιμο καρπό τους, τα χέρια μας και πολλές φορές και τα ρούχα μας να γίνονταν καταπράσινα.Φώναζε ασφαλώς η μάνα μου γι’ αυτό, αλλά ποιος την άκουγε μπρος στη νοστιμιά των καρυδιών.Μια μέρα που μπήκαμε στο σπίτι της γριά Κεντρογιάννενας, για να την χαιρετίσουμε, την βλέπω να καθαρίζει κάτι αχλάδια και να τα ρίχνει μέσα στο νερό, σ’ ένα μπακράτσι που είχε στη φωτιά.Την ρωτάω «γιατί θειά τα βράζεις τ’ αχλάδια»? Και μου απαντάει «Βλέπ’ς παιδάκι μ’, δεν έχω δόντια, είναι σκληρά τα ρημάδια και δεν μπορώ να τα φάω. Ετσι τα βράζω κι εγώ λιγ’λάκι, μαλακών’νε και μπορώ να τα φάω».  

Έμεινα έκπληκτος απ’ την εφευρετικότητα της και την ρώτησα πως της ήρθε η ιδέα, για να πάρω την απάντηση «Αμ’ έτσι κάναν’ απ ανέκαθεν, όσ’ δεν είχαν δόντια και δεν μπόραγαν να φάνε». Στο χωριό εκείνη την εποχή η ζάχαρη ήταν είδος εν ανεπαρκεία, κι έτσι η γριά Κεντρογιάνενα, και φαντάζομαι και όσοι άλλοι έκαναν το ίδιο, δεν έριχνε και ζάχαρη στα φρούτα που έβραζε, αλλά αρκούσε ο γλυκός χυμός των φρούτων, για να είναι νόστιμα. Να λοιπόν πως από παλιά στο χωριό έφτιαχναν κομπόστες, έστω και ...χωρίς να το ξέρουν.

Ε.Α. Μάιος 2011